- ολοστόλιστος
- süslü püslü
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ολοστόλιστος — η, ο ο πολύ στολισμένος, καταστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + στολίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Γ. Τερτσέτη] … Dictionary of Greek
ολοστόλιστος — η, ο ο ολότελα στολισμένος, καταστόλιστος: Μπήκαμε στην ολοστόλιστη αίθουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek